καταθέμενος

καταθέμενος
κατατίθημι
place
aor part mid masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταθέτω — κατάθεσα, κατατέθηκα, καταθεμένος 1. αποθέτω, θέτω κάτι κάτω: Οι φοιτητές κατέθεσαν στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. 2. δίνω χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό: Κατέθεσε πολλά λεφτά στην τράπεζα. 3. κάνω μαρτυρική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”